τομάτα

τομάτα
η
βλ. ντομάτα, η.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τομάτα — η, Ν βλ. ντομάτα …   Dictionary of Greek

  • CENTENARIAE Rosae — apud Tertullian. de Coron. Milit. Uti nunc laurca et myrto et olea, et illustriore quaque fronde, et quod magis usu est, centenariis quoque rosis ex horto Midae lectism, etc. Rhenano illaesunt, quae centifoliae Plinio, l. 21. c. 4. et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ντομάτα — Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), από τα πιο γνωστά λαχανοκομικά φυτά. Η επιστημονική ονομασία του είναι σολανό το λυκοπερσικό ή λυκοπερσικό το εδώδιμο. Καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στις χώρες της Μεσογείου, χάρη στο θερμό… …   Dictionary of Greek

  • σάλτσα — και σάρτσα, η, Ν 1. μίγμα θρεπτικών ουσιών υγρής ή ημίρρευστης σύστασης με αρτυματικά, τομάτα, μανιτάρια, λιπαρά συστατικά, κρασί και ενδεχομένως τυρί ή γάλα, με το οποίο περιχύνονται φαγητά ή προστίθεται σε αυτά κατά το μαγείρεμα για να γίνουν… …   Dictionary of Greek

  • ντομάτα — ντομάτα, η και τομάτα, η (λ. ιταλ.), ο καρπός του φυτού ντοματιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”